αντισχυριζομαι

αντισχυριζομαι
    ἀντισχυρίζομαι
    ἀντ-ισχῡρίζομαι
    твердо отстаивать противоположное мнение, не уступать
    

(πρός τινα Plut.)

    ἀντισχυριζόμενος τἀναντία γιγνώσκω Thuc. — я решительно убежден в обратном


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αντισχυριζομαι" в других словарях:

  • αντισχυρίζομαι — ἀντισχυρίζομαι (Α) 1. ισχυρίζομαι το αντίθετο 2. αντιτίθεμαι σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἀντισχυριζόμενος — ἀντισχυρίζομαι to be stiff in maintaining a contrary opinion pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντισχυρισάμενος — ἀντισχυρίζομαι to be stiff in maintaining a contrary opinion aor part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντισχυρίζεσθαι — ἀντισχυρίζομαι to be stiff in maintaining a contrary opinion pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»